λοξεύω — λόξεψα 1. μτβ., κάνω κάτι λοξό: Λόξεψα τον ποδόγυρο της φούστας μου σύμφωνα με τις προσταγές της μόδας. 2. αμτβ., παρεκκλίνω από την πορεία μου, λοξοδρομώ: Λοξέψαμε από το χωματόδρομο για να φτάσουμε νωρίτερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λελοξευμένα — λοξεύω obscure perf part mp neut nom/voc/acc pl λελοξευμένᾱ , λοξεύω obscure perf part mp fem nom/voc/acc dual λελοξευμένᾱ , λοξεύω obscure perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελοξευμένος — λοξεύω obscure perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελοξευμένου — λοξεύω obscure perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελοξευμένως — λοξεύω obscure perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελοξευμένῃ — λοξεύω obscure perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοξεύων — λοξεύω obscure pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόξευμα — και λόξεμα, το (Α λόξευμα) [λοξεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξεύω, λοξότητα, κλίση προς τα πλάγια … Dictionary of Greek
λόξευση — η [λοξεύω] η ενέργεια τού λοξεύω … Dictionary of Greek
αλόξευτος — η, ο [λοξεύω] 1. αυτός που δεν λοξεύει, δεν παρεκκλίνει από την ευθεία, ο ίσιος 2. (για ύφασμα) αυτός που δεν κόπηκε λοξά, πλάγια προς την ύφανση 3. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ξεφεύγει από τον ίσιο δρόμο, δεν λοξοδρομεί β) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek